μακροχρόνιον

μακροχρόνιον
μακροχρόνιος
lasting a long time
masc/fem acc sg
μακροχρόνιος
lasting a long time
neut nom/voc/acc sg
μακροχρονέω
last a long time
imperf ind act 3rd pl (doric)
μακροχρονέω
last a long time
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μακροχρόνιος — α, ο (AM μακροχρόνιος, ον) 1. αυτός που διαρκεί, που παραμένει επί πολύ χρόνο (α. «μακροχρόνια ασθένεια» β. «ὀφθαλμίαι ὑγραὶ μακροχρόνιοι μετὰ πόνων», Ιπποκρ.) 2. αυτός που ζει πολλά χρόνια, πολύχρονος, μακρόβιος («τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”